σποριάς

σποριάς
[спорьас] ουσ. а. сеятель.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σποριάς" в других словарях:

  • σποριάς — ο, Ν βλ. σπορέας …   Dictionary of Greek

  • Σποριάς — ο ο Νοέμβριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σποριάς — ο βλ. σπορέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπορέας — ο / σπορεύς, ΝΜΑ, και σποριάς Ν νεοελλ. 1. (κυριολ. και μτφ.) αυτός που σπέρνει 2. (ως κύριο όν. στον τ. Σποριάς) ο μήνας Νοέμβριος μσν. αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που ρίχνει τον σπόρο στη γη αρχ. ο πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + επίθημα εύς /… …   Dictionary of Greek

  • Νοέμβριος — Ενδέκατος μήνας του χρόνου με 30 ημέρες. Ήταν ο ένατος μήνας με τριάντα ημέρες του αρχαίου ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου και έγινε ενδέκατος (με 31 ημέρες) του Ιουλιανού. Επί Αυγούστου όμως ξαναγύρισε στις 30 ημέρες. Κατά τον μήνα αυτόν, ο Ηλιος …   Dictionary of Greek

  • σπερμοβόλος — ον, Α αυτός που σπέρνει τον αγρό, ο σποριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • σπορίτης — ο, Ν 1. καρπός κηπευτικών που αφήνεται να ωριμάσει για να χρησιμοποιηθούν σε σπορά οι σπόροι του 2. ως κύριο όν. ο Σπορίτης ο Σποριάς, ο Νοέμβρης 3. (για τράγο ή κριάρι) ο επιβήτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + επίθημα ίτης (πρβλ. ζευγ ίτης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»